- μαρτυριάρης, -α, -ικο
- (κυρίως για παιδιά), αυτός που καταδίνει, μαρτυράει τις αταξίες ή τα μυστικά των συντρόφων του, ο καταδότης: Δε σου λέω το μυστικό μου γιατί είσαι μαρτυριάρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.